ψιλοτρίβω

ψιλοτρίβω
μετ. мелко, тонко молоть;

ψιλοτρίμμένη ζάχαρη — сахарная пудра


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ψιλοτρίβω" в других словарях:

  • ψιλοτρίβω — Ν λειοτριβώ, τρίβω κάτι ώστε να μετατραπεί σε λεπτή σκόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλό * + τρίβω] …   Dictionary of Greek

  • ψιλοτρίβω — ψιλότριψα, ψιλοτρίφτηκα, ψιλοτριμμένος, κοπανίζω κάτι σε λεπτή σκόνη, ψιλοκόβω, ψιλοκοπανίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… …   Dictionary of Greek

  • ψιλο- — Ν α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο ψιλός* και δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) έχει μικρό πάχος ή μικρή διάμετρο, είναι λεπτός ή πολύ μικρός (πρβλ. ψιλο αλεσμένος, ψιλό γνεθος, ψιλό φλουδος) β) υπάρχει ή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»